βωλίον

βωλίον
βωλίον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βωλία — βωλίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωλίου — βωλίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωλί — και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον) μικρός βώλος χώματος νεοελλ. μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”